ἀπήδητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπήδητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπήδητος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπήδ’τους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀπήδηχτος Κρήτ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπήδηγος Πελοπν. (Οἰν. Τριφυλ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀπήδ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. πηδητός

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ πηδήσῃ, ὁ μὴ δι’ ἅλματος διαβαθεὶς ἢ διαβατὸς πολλαχ.: Πλατὺ αὐλάκι, ἀπήδητο Λεξ. Δημητρ. Ἀπήδ’γου τού ’χα αὐτὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὑποστὰς ὀχείαν, ὰνόχευτος ἐπὶ αἰγῶν καὶ προβάτων Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σάμ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἀπήδητη κατσίκα Λεξ. Πρω.Ἔμ᾿νι ἀπήδ’του τοὺ κατσί’ Σάμ. Ἐφέτος ἔμεινεν ἡ προβατῖνα ἀπήδηχτη Χίος. Συνών. ἀβάτευτος 1, ἀμαρκάλιστος. 3) Ἐνεργ. ὁ μὴ πηδήσας Ἤπ. (Ζαγόρ.) -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/