δασκαλισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασκαλισμὸς ὁ, Κ. Παλαμ., Γράμμ. Ι, 198 Σ. Ραμᾶ, Οἱ λοξ. στρατοκ., 11 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ισμός.

Σημασιολογία

Σχολαστικισμός, ἐξεζητημένος ἀρχαϊσμὸς ἐν τῷ λόγῳ ἔνθ᾿ ἀν.: Θέατρο ρουφημένο ἀπὸ τὴ ρουτίνα καὶ σαβανωμένο ἀπὸ τὸ δασκαλισμὸ Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. Τὸ κακὸ δηλαδὴ ποὺ πάθαμε τότε ἠδύνατο νὰ χρησιμεύσῃ γιˬὰ τὴ θεραπεία μας ἀπὸ τὸ ἄλλο κακό, τὸν δασκαλισμό, ποὺ μᾶς ἔφερε ᾿ς τὸν πόλεμο Σ. Ραμᾶ, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/