γλυκοκατεβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκατεβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκατεβαίνω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κατεβαίνω.

Σημασιολογία

1) Καταβαίνω κατὰ τρόπον ἁπαλόν, ἠρέμως: Γλυκοκατέβαιναν οἱ κοπέλες. 2) Ἐπὶ ἐδάφους ἤ ροῆς ὑδάτων, χωρῶ ἁπαλῶς, ἠρέμως πρὸς τὸ κατωφερές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/