δασκαλίστικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλίστικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δασκαλίστικος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ίστικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδάσκαλον, ὁ σχολαστικὸς πολλαχ.: Ἔχει ὕφος δασκαλίστικο Ἀθῆν. Τί μᾶς ἀραδιˬάζεις αὐτὲς τὶς δασκαλίστικες κουβέντες; αὐτόθ. 2) Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., ὁ ἐξεζητημένος λόγος εἰς ὕφος ἀρχαΐζον Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. κ.ἀ.): Δὲν ἀφίνουτε τὰ δασκαλίστικα καὶ νὰ μιλήσουτε τὴ γλῶσσα τῆς μάννας σας; Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/