γυραπογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυραπογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυραπογυρίζω Ἴος ᾿υραοϋρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ ἀπογυρίζω.
Σημασιολογία
Α) Μεταβ. 1) Στρέφω, ἀνακινῶ εἰς τὸ κόσκινον τὸν σῖτον, τὴν κριθήν, πρὸς καθαρισμόν, κοσκινίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Μωρή, βάλε μιˬὰ ᾿υχιˬὰ ᾿εννηματσάκι μεσ᾿ ᾿ς τὸ gόσκινο, ᾿υραποΰρισέ το, πὰ νὰ διˬαλέξωμε μιˬὰ ᾿υχιˬὰ σιταράκι ᾿ιˬὰ τὸ gαφὲ (πὰ= μήπως, μιˬὰ ᾿υχιˬὰ= μιὰ νυχιὰ= ὀλίγον) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. δερμωνίζω, κοσκινίζω. 2) Ἀναστρέφω τι ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ λαδοτύρι τ᾿ ἀλείφεις μὲ λάδι, τὸ γυραπογυρίζεις δυὸ-τρεῖς καί τὸ κρατάει μαλακὸ Ἴος. Μωρή, ᾿ιˬὰ πάαινε, ᾿υραποΰρισε τὰ ροῦχα, ᾿ιˬὰ νὰ στεγνώξουνε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μιˬὰ χρονιˬὰ θυμοῦμαι, ποὺ ὅον ἤβρεχε gαὶ ᾿υραποϋρίζανε τζὶ θεμωνιˬὲς ᾿πὸ ᾿νεδώκανε (= ἀνέδωσαν, ὑγράνθησαν) αὐτόθ. Τὸ τυρὶ νὰ ᾿υραποϋρίσετε δυὸ-τρεῖς βολές, νὰ μὴ σκάσῃ αὐτοθ. Παωμένο dὸ παιδί σου, μωρή, φέρ᾿ το ᾿πά ᾿ς τὴ φωθιˬά, ᾿υραποΰρισέ το, ποὺ θὰ ζεσταθῇ αὐτόθ. Συνών. ἀναγυρίζω Β1, ἀνακατωγυρίζω, ἀνακατώνω Α3, ἀναποδογυρίζω 2. 3) Ἐξετάζω τι ἐπισταμένως ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἔνθ᾿ ἀν.: Πάω νὰ ᾿υραποϋρίσω τὰ φασόλιˬα, ποὺ θά βρ᾿ ἀκόμα μιˬὰ χεριˬά, ᾿ιˬὰ δὲ σώνουνε τοῦτα νὰ τὰ μαερέψω (πάω νὰ κοιτάξω τὶς φασολιὲς στὸν κῆπο) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲν ἤσωνε τὸ κουμάσι, μὰ ἦτον ἡ ράφτρα καλὴ καὶ ᾿υραποΰρισέ dο καὶ ἤβγαλέ dο φουστανάκι (κουμάσι= ὕφασμα) αὐτόθ. Β) Ἀμτβ., περιφέρομαι πολλάκις εἰς τὰ αὐτὰ μέρη ἐξετάζων λεπτομερῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Μωρή, ᾿υραποΰρισες καὰ καὶ δὲ dὴν ηὗρες τὴν ὄρνιθα; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γυρεύω, ψάχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA