ἀπιδεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπιδεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπιδεˬὰ ἡ, ἀπιδέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν. καὶ ἀπιδεˬὰ) ἀπ-πιδέα Ἀπουλ. (Καλημ.) ἀπ-πιdέα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπ-πιdία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπιδὲ Ἰκαρ. Δ. Κρήτ. ἀπ’δὲ Λέσβ. ἀπιδεˬὰ κοιν. ἀπ᾽δεὰ βόρ. Ιδιώμ. ἀπεδεˬὰ Ἤπ. ἀπ-πιδεˬὰ Ρόδ. ἀπ-πιδκεˬὰ Κύπρ. ἀπ-πιδgεˬὰ Χίος (Πυργ.) ἀμπιδεˬὰ Πελοπν. (Γελίν. Κορινθ. Τρίκκ. Φεν.) ἀbιδεˬὰ Κέως ἀb’δεˬὰ Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ.) ἀβδεˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) ἀπιδὰ Μακεδ. (Γκιουβ.) ἀbδὰ Μακεδ. (Γκιουβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπιδέα. Ὁ τύπ. ἀπεδεˬὰ ἐν ἐγγράφω τοῦ 1821 (Λαογρ. 5, 17).

Σημασιολογία

Ἄπιος ἡ κοινὴ (pyrus communis) κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.): Γνωμ. Τ᾿ ἀπίδι ἀποκάτω ᾽ς τὴν ἀπιδεˬὰ πέφτει (τὰ τέκνα ὁμοιάζουν πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ κατὰ τὰ ἔργα) πολλαχ. Τ᾽ ἀπίδ’ δὲν πέφτ’ μακρεˬὰ ἀπ’ τὴν ἀπ᾿δεˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) -ἀπ᾿δεˬὰ πὄχ’ ἀπίδιˬα τρώ’ πιτριγεˬὲς (ἡ ἀπιδεˬὰ ποῦ ἔχει ἀπίδιˬα τρώει πετρεˬές, ἐνν. διὰ νὰ καταπέσῃ ὁ καρπός. Λέγεται μεταφορικῶς ἐπὶ τοῦ κατέχοντος ἀξίωμα ἢ ἀνωτέραν θέσιν, κατὰ τοῦ ὁποίου πολλοὶ καταφέρονται) Λέσβ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπία. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀπιδεˬὰ Ἤπ. Πελοπν. (Λακεδ. κ.ἀ.) Σκῦρ. κ.ἀ. Ἀπιδεˬὲς Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Ἀπ-πιδκεˬὰ καὶ Ἀπ-πιδκεˬὲς Κύπρ. Μαύρ’ ἀπ’δεˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/