γύργαθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύργαθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γύργαθος ὀ, ἐνιαχ. γέργαθος Ἀττικ. Εὔβ. (Κύμ.) - Λεξ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. ᾿άργαθος Εὔβ. (Κάρυστ.) γούργουθας Ρόδ. βούρβουθας Ρόδ. βούρβουχας Ρόδ. βούρδουχας Ρόδ. βούρgουθας Ρόδ. βούρκουθας Χάλκ. κούργκουθας Χάλκ. βούργουθα ἡ, Ρόδ. (Βάτ.) βουρβούθα Ρόδ. (Ἔμπον.) γέργαθο τό, Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) Μακεδ. Πελοπν. (Καρδάμ. Μάν. Σαηδόν.) Στερελλ. (Δεσφ.) γέργαθου Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾿έργαθο Στερελλ. (Δεσφ. Χρισ.) ᾿έργατο Στερελλ. (Δεσφ.) ᾿άργαθα Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανίστ.)-Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γυργαθός. Ὁ τύπ. γέργαθος ἤδη εἰς P. Oxy. 741,5 τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Τύπ. γάργαθος παρέχει ὁ σχολιαστὴς τῶν Νικάνδρου Θηρ. στ. 715. Τὸ οὐδ. γύργαθον εἰς πάπυρον τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. (B.G.U. 1092, 29). Οἱ τύπ. βούρβουθας, βούρβουχας, βούρκουθας δι᾿ ἐναλλαγῆς τῶν συμφ. γ › β. Πβ. γονικὸ› βονικό, γάστρα › βάστρα, πέλαγος › πέλαβος κ.ἄ.

Σημασιολογία

1) Γυργάθι 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἀττικ. Εὔβ. (Καρυστ. Κονίστρ. Κύμ. Πλατανιστ.) Μακεδ. Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν. Σαηδόν.) Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ. Χρισ.) Λεξ. Βυζ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. 2) Γεργάθι 3, τὸ ὁπ. βλ., Ρόδ. (Βάτ. Ἔμπον. κ.ἀ.) Χάλκ. Συνών. γούλα (1), γκοῦσα, μάμμμα, μπρόλοβο, σγάρα. 3) Τὸ ἄνω τμῆμα νεροκολοκύνθης, τὸ ὁποῖον ἔχει ὅπως καὶ τὸ κάτω σχῆμα σφαιροειδὲς ἀλλ᾿ εἶναι ἀσυγκρίτως μικροτέρου ὄγκου, ἐκ τῆς ὁμοιότητος τὴν ὁποίαν παρουσιάζει ὡς πρὸς τὸ σχῆμα μὲ τὸν πρόλοβον τῶν πτηνῶν καὶ τὸν γύργαθον Ρόδ. (Βάτ. Ἔμπον. κ.ἀ.) Χάλκ.: Παροιμ. Ἐγίνης πιˬόν, gολοτύτ-α, τ᾿ ἔθελες ταὶ βούρβουχα! (ἐπὶ τῶν νέων καὶ νεανίδων τῶν ζητούντων πράγματα ἀνάρμοστα πρὸς τὴν ἡλικίαν ἀυτῶν) Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/