γλυκοκερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοκερνῶ Ἤπ. (Πρέβ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) γλυκοτσερνάω Πελοπν. (Ξεχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κερνῶ.
Σημασιολογία
Κερνῶ, ἤτοι προσφέρω ποτόν, κατὰ τρόπον προκαλοῦντα εὐχαρίστησιν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Ἔχουν τὴ Ρινα ᾿ς τὸ πλευρὸ καὶ τοὺς γλυκοκερνὰει Πρέβ. Ἐψὲς ἤμουν ᾽ς σῆς μάννας μου, προψὲς ᾽ς σῆς ἀδελφῆς μου κιˬ ἀπόψε μετὰ σένανε νὰ γλυκοκερναστοῦμε Ἰνέπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA