γλυκοκοιμιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκοιμιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκοκοιμιστὴς ὁ, Πελοπν. (Λεῦκτρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοκοιμίζω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοῦ Μαΐου ὡς προκαλοῦντος γλυκύν, εὐχάριστον ὕπνον.: ᾎσμ. Ὁ Μάης ὁ γλυκοκοιμιστής, ὁ γλυκομαης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA