γλυκοκουβέντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκουβέντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοκουβέντα ἡ, Ν. Ἑστ. 15 (1934), 3 - Λεξ. Δημητρ. γλυκοκουβέdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γλυκουκουβέντα Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Πεντάπολ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουβέντα.
Σημασιολογία
1) Ἀβρός, φιλόφρων λόγος, ὁμιλία οἱονεὶ γλυκεῖα ἔνθ᾿ ἀν.: Χίλιˬες τσιριμόνιˬες μὀκάμασι. Εἶdα τραταμέντα, εἶdα γλυκοκουβέdα! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὲ γλυκοκουβέντες κατάφερε καὶ πῆρε δανεικὰ Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Κ᾿ ἔτσι σιγὰ σιγὰ νὰ πιˬάναμε γλυκοκουβέντες γιˬὰ ταξίδιˬα, γιˬ᾿ ἀγάπες καὶ γιˬὰ περιπέτειες, γιˬὰ τῆς μιˬανῆς τὰ μάτιˬα καὶ τῆς ἀλληνῆς τὰ φρύδιˬα Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν 2) ᾿Ομιλία πλήρης ἀγάπης, λόγος ἐρωτικὸς Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Πεντάπολ.) - Λεξ. Δημητρ.: Σᾶς εἶδα ἀλλὰ δὲ σᾶς ἔκρινα, γιˬὰ νὰ μὴ σᾶς χαλάσου τ᾿ γλυκουκουβέντα Κουκούλ. Ὅλου γλυκουκουβέντις εἶνι οὑ Μίλτους μὶ τ᾿ν Ἀργύρου Πεντάπολ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA