ἀπιδοφάγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιδοφάγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπιδοφάγος ὁ, ἀπιδοφάας Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπίδι καὶ τοῦ -φάγος, ὃ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ τρώγω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀγαπῶν τὰ ἀπίδια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA