γλυκοκουνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκουνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκουνῶ Γ. Ψυχὰρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 269 Κρητικ. Ἑστ. 2 (1950), 12.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ κουνῶ.

Σημασιολογία

Κινῶ κάτι κατὰ τρόπον ἤπιον, ἁπαλόν, γλυκὺν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔβλεπε δεξιˬὰ ζερβὰ τὶς στάμνες νὰ γλυκοκουνιˬοῦνται ᾿ς τὸ σομάρι καὶ τὶς μακάριζε (σομάρι = σαμάρι) Κρητικ. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν. Γλυκοκουνεῖ πάλι τὸ κεφάλι, σὰ γιˬὰ νὰ τὴν καλημερίσῃ κιˬ ἄλλη μιˬὰ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἄν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/