δασμολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασμολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δασμολόγος ὁ, λόγ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. δασμολόγος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀσχολούμενος μὲ τοὺς δασμούς, ὁ ἔμπειρος περὶ τὸ δασμολόγιον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA