γλυκολαλοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκολαλοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκολαλοῦσα ἐπίθ. θηλ. Ἤπ.- Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 260 Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 45, Ἀσάλ. Ζωή2,62.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γλυκολαλοῦσα. Βλ. Ἐρωτοπαίγν., 22 (ἔκδ. Hesseling - Pernot).

Σημασιολογία

Ἡ ὁμιλοῦσα γλυκέως, ἡ ἔχουσα γλυκεῖαν ὁμιλίαν, φωνην Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐκείνη πιˬὸ τρυφερὴ, πιˬὸ γλυκολαλοῦσα, πιˬὸ ἐρωτεμένη Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Πο͜ιός εἶσ᾿ ἐσὺ ποὺ μὲ ξυπνᾷς πρωΐ; Δὲν εἶσαι ἡ διˬάνα γλυκολαλοῦσα τὴν τραχε͜ιὰ τοῦ στρατιώτη ζωὴ Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, ἔνθ᾿ ἀν. Γλυκοαίματες, γλυκολαλοῦσες | ἡ ὥρα κιˬ ἂς κλαίῃ καὶ ἡ καρδιˬὰ Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Ἐπὶ πτηνῶν, ἡ καλλικέλαδος Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτοπαίγν., 22 (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «ἄσπρη σὰν τὸ τριαντάφυλλον, κόκκινη οἷον τὸ ρόδον, | γλυκολαλοῦσα πέρδικα, πολλῶν καρδιˬὲς μαραίνεις». Συνών. γλυκοκελαηˬδοῦσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/