γλυκολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκολογῶ Λεξ. Βάιγ. Ψύλλ. Δημητρ. γλυκολογάω Λεξ. Δημητρ. γλυκολοῶ Θήρ. Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκολόγος. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Λέγω, προφέρω γλυκεῖς λόγους, τέρπω, ἡδύνω διὰ λόγων ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Ἔλα μάθιˬα μου, παιδί μου, | γιˬὰ νὰ σὲ γλυκολοήσω Θὴρ. Κότσινη ἕν᾿ τραντάφυλλιˬά, | γλυκολοεῖ σὰν τὴ μηλιˬὰ Κύπρ. 2) Ὁμιλῶ ἐρωτικῶς, ἀπευθύνω ἐρωτικοὺς λόγους Λεξ. Ψύλλ. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/