ἀπιπέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιπέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπιπέρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) ἀπιπέρουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πιπερωτὸς<πιπερώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπιπασθεὶς διὰ πεπέρεως ἔνθ’ ἀν.: Τὸ φαεῖν ἐφῆκες ἀπιπέρωτον Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA