γλυκολυπούμενος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκολυπούμενος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
γλυκολυπούμενος Δ. Σολωμ., 116 Γ. Ξενόπ., Τελευτ. Ὄνειρ., 169 Μ. Τσιριμώκ., Σονέττ., 65 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκολυπάμενος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. γλυκολυποῦμαι μὲ ἐπιθετικ. σημ.
Σημασιολογία
Ὁ λυπούμενος κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, ἤπιον, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὑποφέρει μὲ καρτερίαν τὴν θλῖψιν ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας τὸν ἐνθουσίασε περισσότερο κιˬ ἀπὸ τὴ γλυκολυπούμενη ἐμορφιˬὰ τῆς Λουκίας Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ἀπὸ τὸν ἥλιˬο πιˬὸ λαμπρὴ ἡ ψυχή της δίχως πάθος πάντα γλυκολυπούμενη κιˬ ἄνοιγε τὴν ἀγκάλη Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Αὐτὸς ὁ ὁποῖος εὐχαριστεῖται ἀλλὰ καὶ λυπεῖται συγχρόνως Δ. Σολωμ., 116 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ποίημ. ᾿Σ τὸν τοῖχο σύρριζα | σκύφτει, κοιτάζει, γλυκολυπούμενη | χαμογελάει Δ. Σολωμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA