ἀπιστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπιστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπιστῶ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. κ.ἀ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπιστῶ.

Σημασιολογία

1) Φέρομαι ἀπίστως πρός τινα, δολιεύομαι, προδίδω ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Καηˬμένε, σ᾿ ἀπιστήσανε κιˬ ἄδικα σὲ σκοτώσανε (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Ἄς εἶν᾿ καλά, πολύχρονοι ᾽κεῖνοι ποῦ μ’ ἀπιστήσανε, ὁ Γιˬάννης ὁ Μαυροειδῆς μὲ τ’ ἀπογένι τοῦ Κατσῆ Πελοπν. 2) Παραβαίνω τὴν συζυγικὴν πίστιν, ἐπὶ γυναικὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/