ἀπίταχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπίταχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπίταχτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀπίταγος Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πιταχτὸς<᾿πιτάζω παρὰ τὸ ἐπιτάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐπιτασσόμενος, ὁ μὴ πρόθυμος εἰς ἐκτέλεσιν ἐπιταγῆς τινος ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπλάκωτος 3γ, ἀντίθ. καλοπίταχτος, ὑπάκουος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/