γλυκομασῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομασῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκομασῶ Εὔβ. (Βρύσ.) Ἤπ. (Ριζοβ.) Κρήτ. (Πεδιάδ. Χαν. κ.ἀ.) γλυκομασάω Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Ξηροκ.) γλυκομασιˬῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μασῶ.
Σημασιολογία
Μασῶ κάτι κατὰ τρόπον εὐχάριστον, αἰσθανόμενος οἱονεὶ γλυκύτητα Ἤπ. (Ριζοβ.) Κρητ. (Πεδιάδ. Χαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Ξηροκ.): Τὸ σκυλλάκι γλυκομασεῖ τὸ ψωμὶ Κρήτ. Ποῦ νὰ βρῇς νὰ θερίσῃς πικρολούπινα ! Τὰ ἔχουνε γλυκομασήσει ὅλα οἱ γίδες Καρδαμ. Τὰ γλυκομασήσανε ὅλα ὅσα βρήκανε μέσ᾿ ᾿ς τὸ τσῆπο μου Ξεχώρ. Γλυκομασοῦσε σὰ dὸ χοῖρο αὐτόθ. || ᾌσμ. Τὸ μόσκο κάνω καφαλτὶ καὶ τὴ gανέλα γιˬόμα, τὴ ζάχαρη γλυκομασῶ καὶ σὲ φιλῶ ᾿ς τὸ στόμα (καφαλτὶ = κολατσιὸ) Κρήτ. Κιˬ ἂ᾿ δὲ dοῦ πηαίναν ἄθρωπο νὰ dὸ γλυκομασήσῃ, σταλιˬὰ νερὸ δὲν ἤφινε τὴ χώρα νὰ ποτίσῃ Πεδιάδ. β) Μασῶ κάτι κατὰ τρόπον ἤπιον, μαλακὸν Εὔβ. (Βρύσ.): ᾎσμ. Τὰ σίδερα γλυκομασῶ, τὰ τζάμιˬα καταπίνω, τὴ φοῦρκα βάνω ᾿ς τὸ λαιμό, μ᾿ ἀλήθε͜ια δ᾿ σ᾿ ἀφίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA