δασοκρήνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοκρήνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δασοκρήνη ἡ, Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 65.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσος καὶ κρήνη.

Σημασιολογία

Κρήνη ἐντὸς δάσους: Δὲν ἔπιˬατε ποτέ σας νερὸ ἀπ᾿ τὴ δασοκρήνη ποὺ σιγοκελαηˬδεῖ μέσα ᾿ς τὰ πολυτρίχιˬα;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/