γλυκομελαχρινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομελαχρινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκομελαχρινὸς ἐπίθ. Σ. Σκίπ., ’Απέθαντ., 40 γλυκομελάχρινος Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. κ.ἀ.) -Σ. Δάφν., Ν. Ἑστ. 18 (1935), 1047.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ μελαχρινός.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἁπαλόν, οἱονεὶ γλυκύ μελαχρινὸν χρῶμα ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γιˬὸς τσῆ Τασᾶς ἔναι γλυκομελάχρινος καὶ μαυροδέματος Πελοπν. (Γαργαλ.) Ψηλή, γλυκομελάχρινη, ποὺ περπατῶντας κοίταζε ὅλο πέρα Σ. Δάφν., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Καὶ ᾿ς τὸ λιˬοπύρι μέσα τὸ κορμόθροφο | γλυκομελαχρινὲς μαννάδες χαμογελῶντας νὰ κεντοῦν | μελλούμενες, τρανὲς Ἑλλάδες Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/