γλυκομίλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομίλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκομίλητος ἐπίθ. κοιν. γλυκουμίλητους Λυκ. Εὔβ. (Βρύσ.) (Λιβύσσ.) γλυκουμί’τους Ἁλόνν. Σάμ. κ.ἀ. γλυκονίητε Τσακων. (Μέλαν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκομιλῶ. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ. (λ. γλυκόμιλος).

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ γλυκύς, ὁ χαρίεις τοὺς λόγους, μειλίχιος, εὐπροσήγορος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄνθρωπος γλυκομίλητος, γυναῖκα γλυκομίλητη κοιν. Ὁ ’Αησίλαγος ἔναι γλυκομίλητος ἄντρωπος. Φόντε μᾶς ἐιˬδῇ μᾶς καλημερίζει (’Αησίλαγος=᾿Αγησίλαος, φόντε=ὅταν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Αὐτὸς εἶι πουλὺ γλυκουμὶ’τους Ἁλόνν. Ἦταν ἕνας ὄμορφος ἄθρωπος, ἕνας γλυκομίλητος ’Οθων. Δὲν εἶνι μουναχὰ αὐτὸς γλυκοὺμί’τους, οὕλου τοὺ σόι ἰτσιδὰ γλυκουμί’τ’ κὶ πρόσχαρ’ εἶι Σάμ. Γλυκουμίλητους ἄνθρουπους φαίνιτι Εὔβ. (Βρύσ.) Γλυκονίητε ἄθρωπο (γλυκομίλητος ἄνθρωπος) Τσακων. (Μέλαν.) Τ᾽ ’Αθηνιˬό, πρόθυμο καὶ γλυκομίλητο καθὼς ἤτανε, ἔλεγε ᾿ς ὅλους τὰς ἐντυπώσεις της Γ. Μαράντ., Μιχελ., 14 || Παροιμ. φρ.: ’Σ τὸ γλυκομίλητο εἶν᾽ ἀνοιχτὲς οἱ πόρτες (οἱ καλοὶ τρόποι εὐνοοῦν την ἐπιτυχίαν) Αἴγιν. || ᾌσμ. Πουλλάκι μου καλόγνωμο καὶ γλυκομίλητό μου, καλύτερα σ᾽ ἀγάπησα κιˬ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου Ψαρ. Ψηλέ, λιγνέ μου ’ς τὸ κορμὶ καὶ γλυκομίλητέ μου Νίσυρ. Κόρη μου γλυκομίλητη, σὰ σ᾿ ἔτυχα ’ς τὴ στράτα, πουλεῖς μου τ’ ἀχειλάκια σου τὰ γλυκοζαχαρᾶτα; Κρήτ. || Ποιήμ. Κι ὁ γλυκομίλητος Ἑρμῆς ἄγρυπνος παραστέκει κιˬ ἄξιˬο τὸ κάνει τὸ κορμὶ ’ς τὸ πάλεμα, ’ς τὸ δρόμο Κ. Παλαμ., Ὕμν. ’Αθην., 18. Κ’ ἡ πλάνη ἡ γλυκομίλητη-τοῦ ὀνείρου μου βυζάστρα - τὸ βράδυ βράδυ φέρνει με σὲ ρόδινο ἀκρογιˬάλι Μ. Τσιριμῶκ., ᾿Εκ βαθ 75.Συνών. γλυκολόγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/