γλυκομουσκεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομουσκεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκομουσκεύω Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ Γιαννίρ., 291.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μουσκεύω.
Σημασιολογία
Εἰς μεταφ. μόνον σημ., εὐφραίνω, γλυκαίνω: Ἡ καλωσύνη τῶν ἄλλων τῆς γλυκομούσκευε τὴν καρδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA