δασοπυροσβέστης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοπυροσβέστης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασοπυροσβέστης ὁ, λόγ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσος καὶ πυροσβέστης.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων εἰς τὸ εἰδικὸν πυροσβεστικὸν σῶμα τὸ ἀσχολούμενον μὲ τὴν κατάσβεσιν καὶ τὴν προστασίαν τοῦ δάσους ἀπὸ πυρκαϊάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/