γλυκονανουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκονανουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκονανουρίζω Μεγίστ. -Γ. Ψυχάρ, Ταξίδ., 79 -Σφαῖρ. (1921), φ. 136 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. νανουρίζω.
Σημασιολογία
Βαυκαλίζω, νανουρίζω κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, ἁπαλόν, τρυφερόν, εὐχάριστον ἔνθ’ ἀν.: Θαρρεῖς καὶ βρίσκεσαι μέσα σὲ κούνιˬα, ἐνῶ τ’ ἀγέρι σὲ γλυκονανουρίζει καὶ φυσᾷ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ., προκαλῶ εὐχαρίστησιν, τέρψιν οἱονεὶ γλυκεῖαν ἔνθ’ ἀν.: Μ ’ ἐγλυκονανούριζε ἡ εὐτυχία τῆς συντροφιˬᾶς της Σφαῖρ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA