γλυκονειρεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκονειρεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκονειρεύομαι Θεσσ. (Τρίκερ. Σκήτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ὀνειρεύομαι.
Σημασιολογία
1) ᾽Ονειρεύομαι κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, εὐχάριστον, βλέπω γλυκά, εὐχάριστα ὄνειρα Θεσσ. (Τρίκερ. Σκήτ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἀπόψι ποὺ κοιμόμουνα | κὶ γλυκουνειριβόμουνα, ὄνειρά ᾿δα ᾽ς τοὺν ὕπνου μου | ὄνειρα κὶ ’ς τοὺ ξύπνου μου Τρίκερ. Συνών. γλυκονειριˬάζομαι. 2) ’Επιθυμῶ τι κρυφίως ὡσεὶ καθ’ ὕπνον ἔνθ’ ἀν.: Τὸ μυρίστηκε πὼς ὁ Πέτρος Φλώρης τὴ γλυκοκοίταζε τὴν κόρη του, πὼς τὸν Πέτρο Φλώρη τόνε γλυκονειρεύεται ἡ κόρη του Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA