γλυκονέραντζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκονέραντζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκονέραντζο τό, Λεξ. Πρω. Δημητρ. Γλυκονέρατζο ’Ερεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Κάβ. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ. Σιν. Σφακερ κ.ἀ.) Μαθράκ. ’Οθων. γλυκονεράντζι Ζάκ. Κῶς -Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 326 Χελδρ. -Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 15 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. νεράντζι. Ὁ τύπ. γλυκονέραντζον καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
Ὁ καρπὸς τῆς γλυκονεραντζιˬᾶς, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA