γλυκονιˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκονιˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκονιˬὸς ὁ, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ νιˬός, διὰ τὸ ὁπ. βλ. νέος.
Σημασιολογία
Ὁ εὐχάριστος τὴν ὄψιν, ὁ οἱονεὶ γλυκὺς νέος: ᾎσμ. Ὁ Κωσταντῆς ὁ γλυκονιˬός, τ᾽ ὄμορφο ἀρχοντοπαίδι χρόνους ἑφτά-ν-ἐδιˬάλεγε νὰ βρῇ τ’ ἄξιˬο του ταίρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA