γλυκοξέφωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοξέφωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοξέφωμα τό, ἐνιαχ. γλυκοξίφωμα Κύπρ. -Λαογρ. 6 (1917), 399.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ξέφωμα.
Σημασιολογία
Ἡ εὐχάριστος, ἠπία, γλυκεῖα χαραυγὴ : ᾎσμ. Ταὶ ’ς τὰ γλυκοξιφώματα βρίσκει τ᾽ ἕνα θηρίον Λαογρ. 6 (1917), 399. Συνών. γλυκοχάραγμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA