ἀπλάνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπλάνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπλάνευτος ἐπίθ. Ἤπ. Κέρκ. (κάτω Γαρούν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ἀπλάνιφτους Λέσβ. Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλανευτὸς<πλανεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ παραπλανώμενος, ὁ μὴ ἐξαπατώμενος, συνήθως ἐπὶ κόρης μὴ παρασυρομένης εἰς ἐρωτικὰ δίκτυα Ἤπ. Κέρκ. (Κάτω Γαρούν.) Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.: ᾌσμ. Ὅλο τὸ βιˬό του ἐπούλησε τὴ gόρη νὰ πλανέψῃ κ’ ἡ κόρη τοῦ εἶν’ ἀπλάνευτη καὶ δὲ dὴνε πλανεύει Κάτω Γαρούν. Τὴ Μάρω, τὴ Μαρούλλα τὴν ἀπλάνευτη δὲν ᾽μπόρ’ νὰ τὴν πλανέψῃ καὶ μαραίνεται Ἤπ. Συνών. ἀγέλαστος 2. 2) Ὁ μὴ ἔχων τι τὸ ἐπαγωγόν, ἄχαρις, ἀντιπαθὴς Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/