γλυκοξημερώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοξημερώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοξημερώνω Ἤπ. (Θεσπρωτ. Μαργαρ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. Παξ. -Ι. Πολέμ., Χειμωνανθ., 133 -Λεξ. Μπριγκ. γλυκουξημιρώνου Μακεδ. (Πεντάλοφ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
’Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ξημερώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ κατὰ γ΄ πρόσ., προβάλλει, ἀναφαίνεται ἡ αὐγὴ κατὰ τρόπον ἤπιον, εὐάρεστον, οἱονεὶ γλυκύν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γλυκοξημέρωσ’ ἡ αὐγὴ καὶ νύχτα εἶν᾽ ἀκόμα, τὴ νύχτα ἔχεις ’ς τὰ μάτιˬα σου καὶ τὴν αὐγὴ ’ς τὸ στόμα ’Ιων. (Σμύρν.) Κωνπλ. || Ποίημ. Κιˬ ὅταν γλυκοξημέρωσε κ’ ἐκίνησα νὰ φύγω, βρίσκω τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιˬὰ παρμένα Ι. Πολέμ., ἔνθ’ ἀν. 2) ’Αμτβ., ἐξυπνῶ κατὰ τὴν πρωΐαν μὲ τρόπον εὐχάριστον, οἱονεὶ γλυκὺν Ἤπ. (Θεσπρωτ. Μαργαρ.) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Παξ.: ᾌσμ. Κιˬ ὅσες κοιμοῦνται ἀγκαλιˬὰ νὰ γλυκοξημερώσουν Θεσπρωτ.᾽Εκεῖ νὰ φάῃ, ἐκεῖ νὰ πιῇ | καὶ νὰ γλυκοξημερωθῇ (ἐξ ἐπῳδ.) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA