ἄπλανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπλανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπλανος ἐπίθ. Θήρ. Νάξ. (Φιλότ.) Σῦρ. ἄμπλανους Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. πλανίζω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος. Πβ. ἄβλεπος ἐκ τοῦ ἀ- βλέπω, ἄδουλος ἐκ τοῦ ἀ-δουλεύω κττ.

Σημασιολογία

1) Ἀπλανιˬάριστος 1, ὃ ἰδ., Ἤπ.: Τὸ ξύλο εἶνι ἄμπλανου. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἄκομψος, ἄχαρις, ἄσχημος Θήρ. Νάξ. (Φιλότ.) Σῦρ.: Εἶναι μιὰ ἄπλανη! Σῦρ. Εὐτὸς εἶναι ἄπλανος ἄνθρωπος Φιλότ. Συνών. ἄγαρbος 1β, ἄπλαστος Α1β, ἀσκημομούρης, ἄσκημος, ἄχαρος. 3) Ἀπλάνιστος 3, ὃ ἰδ., Θήρ. Νάξ. (Φιλότ.): Ἄπλανος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς Θήρ. Ὅπως θέλεις τὸν κάνεις τὸν ἄπλανο αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/