ἄπλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπλαστος ἐπίθ. Θήρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κρωμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἄπλαθος Πελοπν. (Γελίν. Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἄπλαθους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἄπραε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπλαστος. Ὁ τύπ. ἄπλαθος παρὰ τὸ πλάθω, ὡς καὶ πλέκω-ἄπλεκος, πρέπω-ἄπρεπος, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 109 κἑξ. Περὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ -πλα- εἰς -πρα- ἐν τῷ τύπ. ἄπραε ἰδ. GAnagnostopoulos Tsakon. Grammat. 18.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ μὴ πλασθείς, ὁ μὴ λαβὼν σχῆμα διὰ τῆς πλάσεως ἐπὶ τοῦ ἄρτου ἢ ἄλλης ἐμφεροῦς μάζης Θήρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γελίν. Λάκων. Μάν.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Τσακων. κ.ἀ.: Τὸ ζουμάρ’ ἄπλαστον ἔν᾽ Χαλδ. Τό ’χει ἄπλαθο τὸ ψωμὶ ἡ μάνα μου Πελοπν. Τά ᾿πλασες τὰ ψωμιˬὰ ἣ ἀκόμα εἶναι ἄπλαστα; Γαλανᾶδ. Δὲν ἐγλὑτωσα τὰ φύλλα, τό ’χω ἄπλαθ᾽ ἀκόμα (τὰ φύλλα τῆς πίττας κττ.) Γελίν. Τὰ πέτ’ρα εἶνι ἄπλαθα (πέτ’ρα=πέτουρα=φύλλα τῆς πίττας) Αἰτωλ. Ἄντε ἄπραε (τὸ σύνολον τῆς ζύμης, ἐξ ἧς δὲν ἀπετελέσθησαν ἀκόμη οἱ ἄρτοι) Τσακων. β) Μεταφ. δύσμορφος, ἄχαρις Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τσακων.: Νεˬὰ ἄπλαστη Βούρβουρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄπλανος 2. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος, ὁ μὴ κατάλληλος νὰ πλασθῇ Πελοπν.: Τὸ ψωμὶ εἴναι ἄπλαθο. 3) Μοναδικὸς εἰς μέγεθος, εἰς δύναμιν, εἰς καλλονὴν κττ. εἴτε ἐπὶ καλοῦ εἴτε ἐπὶ κακοῦ, σπάνιος, (οἱονεὶ ὃ μὴ εἰς πᾶσαν ἐποχὴν πλαττόμενος) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἄπλαστος ἄνθρωπος Κερασ. Ἄπλαστον καράβιν (εἴτε κατὰ μέγεθος εἴτε κατὰ τὴν ταχύτητα) αὐτόθ. Ἄπλαστα λόγια (παράδοξα) αὐτόθ. Ἄπλαστον, ντ’ ἐποίκε με τὸ κακόν! (ὁ ἄθλιος, τὸ κακὸ ποῦ μοῦ ἔκαμε!) Κερασ. Χαλδ. Μῶρε, ντ’ ἄπλαστος ἔν᾿ ἀούτε! (τί ὡραία ποῦ εἰναι αὐτή!) Χαλδ. Συνών. ἄπιστος 5, ἀφάνταστος, ἀφώτιστος. β) Παράδοξος διὰ ζωηρότητα, ἀταξίαν κττ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἄπλαστον παιδὶν ἔν᾽ ἀτό. Ἄπλαστον κορίτζ᾿ (κορίτσι). γ) Κακός, ἀλιτήριος Πόντ. (Κρώμν.): Ἄπλαστε! (ἀρατικὴ ἐπιφώνησις). Συνών. ἄπιστος 4. 4) Ὁ μὴ ἀνήκων εἰς πλάσμα, ἀλλ’ εἰς τὸν πλάστην, εἰς τὸν Θεὸν ΔΣολωμ. 48: Ποίημ. Καὶ χτυπῶντας ξεθυμαίνει | εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ, ἡ ρομφαία σου πυρωμένη | ὀχ τὴν ἄπλαστη φωνὴ (ἐννοεῖται ἡ ἐν τῇ προηγουμένῃ στροφῇ φωνὴ εἶμαι δῶ ὡσεὶ ἐκφρασθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ). Β) Οὐσ. 1) Ὁ μὴ πλασθεὶς ὑπ’ ἄλλου, ἀλλ᾽ αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὑπάρχων, ὁ Θεὸς ΔΣολωμ. 166: Ποίημ. Ἀπὸ τὸ Θρόνο τ᾿ Ἄπλαστου | οἱ ἀγγέλοι ἐκατεβῆκαν καί μέσ᾿ ᾿ς τοῦ μοσχολίβανου | τὸ σύγνεφον ἐμπῆκαν. 2) Οὐδ. ἡ μήπω μεταβληθεῖσα εἰς ἄρτους ζύμη Πελοπν. (Λακων) Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA