δασωμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασωμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δασωμὸς ὁ, Κρήτ. (Κίσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δασώνω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ βλαστήσεως, δασύτης, πυκνότης ἔνθ᾿ ἀν.: Πάει ᾿ς τὰ λιβάδιˬα κι εἶdα νὰ δῇ, ἓνα δασωμὸ dῶ χορτῶ κιˬ ἕνα κακό! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐπαραιτήσαμέ τσι τσ᾿ ἐλιˬὲς ἐδὰ κάμποσα χρόνιˬα κιˬ ἀποὺ τὸ δασωμό dωνε δὲ bορεῖ νὰ bῇ ἄνθρωπος μέσα Κρήτ. (Κίσ.) Εἶdά ᾿ναι ὁ δασωμός του ὀφέτος τοῦ σ᾿ταριˬοῦ! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA