ἀπλήμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλήμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλήμαστος ἐπίθ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλημαστὸς<*πλημάζω, δι’ ὃ ἰδ. πλημαίνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑπὸ ὑδάτων κεκαλυμμένος, ἀπλημμύριστος: Τὸ χωράφιν μου ἔν’ ἀπλήμαστον ἀκόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA