δασώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασώνω Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Νάξ. (Σαγκρ.) Σίφν. κ.ἀ. - Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., --181 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. δασώνου Εὔβ. (Βρύσ.) Θεσσ. (Σκλῆθρ.) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) δασύου Τσακων. (Μέλαν.) Μετοχ. δασωμένος Ἀγαθον. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Βάμ. κ.ἀ.) Σάμ. (Βλαμαρ.) Χίος (Πισπιλ.) - Γ. Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1 (1900), 262 Γ. Ξενόπ., Ἀναδυομέν., 101 Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 1, 139 δασουμένους Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Σκόπ. Στερελλ. (Μοναστηρ.) δασωμένες Σκῦρ. βασωμένος Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ρ. δασώνω. Ἡ μετοχ. δασωμένος καὶ Βυζαντ. Ὁ ἐνεργητ. καὶ μεσοπαθ. τύπ. τοῦ ρ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὸν τύπ. δασωμένες βλ. Β. Φάβη, Τεσσαρακονταετ. Κ. Κόντου (1909), 256.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Ἐπὶ τόπων, καλύπτομαι ἀπὸ πυκνὴν βλάστησιν, ἀπὸ δάσος Ἀγαθον Εὔβ. Θεσσ. (Σκλῆθρ.) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Σάμ. (Βλαμαρ.) Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τσακων. (Μέλαν.) – Γ. Ξενόπ., Ἀναδυομέν., 101 Γ. Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1 (1900), 262 Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 1, 139: Ἐκλεισι ὕστιρα τοῦ δάσους κὶ δασώθ᾿κι τοὺ μέρους αὐτὸ ἰκεῖ Σκλῆθρ. Ἐδασοῦτε ὁ τόπο Μέλαν. Εἶνι δασουμένους οὑ τόπους κὶ δὲ γκά᾿ γιˬὰ πρόβατα Ἀχυρ. Κἀμμιˬὰ φουρὰ ἦταν πουλὺ δασωμένο τοὺ μέρους καὶ χάνουσουν μέσα Βλαμαρ. Πολὺ δασωμένο ἦταν τὸ μέρος, ἤβγανε πολὺ κάρβουνο ἀπ᾿ αὐτὸ Ἀγαθον. Ἰκεῖνα τὰ χουράφιˬα πὄνι μάτουρα, τὰ λέμι μάτουρα, ἰκεῖνα πὄνι δασουμένα, τὰ λέμι ἄγρια (μάτουρα= ἄνευ θάμνων ἢ δένδρων) Σκόπ. Δασουμένου β᾿νὸ Πεντάλοφ. Δασουμέ᾿ ριματιˬὰ αὐτόθ. Τόπος δασωμένες Σκῦρ. Ὅλο τὸ νησὶ φαινόταν ἀπὸ ᾿κεῖ ᾿πάνω, μὲ τὸ μεγάλο του κάμπο, μὲ τὰ δασωμένα βουνὰ του Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν. Τί τόπος παράξενος, δασωμένος, ἄγριος ἦταν ἡ Φόσσα! Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. -Ποῦ εἶναι, μάννα, τὸ μνῆμα της νὰ πάω νὰ τὴν κλάψω; - Γιˬάννη μου, ᾿κεῖνο δάσωσε, Γιˬάννη μου, ᾿γένη δάσος Εὔβ. Τὸ μονοπάτι μ᾿ ἔβγαλε ᾿ς ἕνα ρημοκκλησάκι, ᾿ποὺ ἦταν τὰ μνήματα δασά, δασὰ καὶ δασωμένα αὐτόθ. || Ποίημ. Βλέπω ἀπό ᾿δῶθε τοῦ Ζυγοῦ τὰ δασωμένα ράχιˬα Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἐπὶ φυτῶν, γίνομαι πυκνὸς εἰς βλάστησιν, εἰς φύλλωμα ἢ εἰς κλάδους Ἄνδρ. Εὔβ. (Βρύσ. Κονίστρ.) Νάξ. (Σαγκρ.) Σίφν. Στερελλ. (Ἀχυρ.) Χίος (Πισπιλ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τ᾿ ἀμπέλι δάσωτσε καὶ θέλει ἄνοιγμα ἀκόμα Κονίστρ. Δάσωτσε πάλι τὸ ἀμπέλι, θέλει ἄνοιγμα Βρύσ. Δάσωσε τὸ σιτάρι Σίφν. Ἐδάσωσε τὸ γέννημα καλὰ Σαγκρ. Μ᾿ δάσουσι τοὺ καλαμπό᾿ ἀπ᾿ τοὺ βίλιˬουρα (βίλιˬουρας = Ἀνδροπώγων ὁ ἴσχαιμος, εἶδος ἀγρίου δημητριακοῦ) Ἀχυρ. Δάσωτσε ἡ μουριˬὰ Βρύσ. Ἠ δασώσαν οἱ φασουλιˬὲς - οἱ λεμονιˬὲς - οἱ πατατιˬὲς Ἄνδρ. Τὰ τριχόχορτα ἠδασώσανε ᾿ς τὸ γιˬοφύρι (τριχόχορτα = τὸ φυτὸν Ἀδίαντον) αὐτόθ. Δάσωσε ἡ τριανταφυλλιˬὰ Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Σάμ πού ᾿ν᾿ ὁ πεῦκος φουντωτὸς τ᾿ ὁ πρῖνος δασωμένος, ἔτσ᾿ εἶν᾿ ἡ νύφ-φη τ᾿ ὁ γαbρὸς ἀπὲ μεάλογ γένος Πισπιλ. β) Πυκνῶς ἐκφύομαι, ἐπὶ τριχῶν κ.τ.ὅ. Σίφν. κ.ἀ.: ᾎσμ. Πᾶρε με, νά ᾿χης συντροφιˬά, | ποὺ μο͜ιάζομε ᾿ς τὴν ὀμορφιˬὰ καὶ μουστάκιˬα δασωμένα, | καμαρώνει σὰν κ᾿ ἐμένα Σίφν. γ) Μεταφ. ἐπὶ ἀνδρογύνου, αὐξάνομαι εἰς ἀριθμόν, ἀποκτῶ πολυμελῆ οἰκογένειαν Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 181 - Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Ἐβάλαμε τὸ βάτο, τὸ ριζιμιˬὸ δεντρό, σὰ βάτος νὰ δασώσῃ ἡ νύφη κιˬ ὁ γαμπρὸς Ν. Πολίτ., ἔνθ᾿ ἀν. Β) Μεταβιβαστ., ἐνεργῶ οὕτως, ὥστε νὰ φυτρώσῇ δάσος ἢ ἄλλη πυκνὴ βλάστησις δίκην δάσους Ἀθῆν. Στερελλ. (Ἀχυρ.) κ.ἀ.: Δασώσανε τὸ Λυκαβηττὸ Ἀθῆν. Τὸ βουνὸ δασώθηκε ἀπὸ τοὺς προσκόπους αὐτόθ. Ἰγὼ δὲν τοὺ δασώνου τοὺ χουράφι μ᾿ μὶ πουρνάργιˬα ! Ἀχυρ. Τ᾿νι δάσουσις τ᾿ χουραφούλα, δάσκαλι! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/