δασωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δασωτὸς ἐπίθ. Χίος (Ἐγρηγόρ.) - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. δασουτὲ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δασώνω. Τὸ ἐπίθ. δασωτὸς καὶ εἰς Βλαχ.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ τόπων, ὁ δασώδης Τσακων. - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. : Δασουτὲ ίνα (= δασωμένο βουνὸ) Τσακων. (Μέλαν.) Ἔκι ἕνα μέρι δασουτὲ ὁπᾶ ὸ άτσι (ἦτο ἕνα μέρος δασωμένον ἐκεῖ εἰς τὸ ρυάκι) αὐτόθ. Δασουτὲ ὁ τόπο, πολὺ πυκνὲ (= πυκνός, ἐνν. εἰς βλάστησιν) αὐτόθ. Ἐπεράκαμε ἀπὸ νία γάα δασουτὰ (ἐπεράσαμε ἀπὸ ἕνα φαράγγι δασωμένον) αὐτόθ. 2) Ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνὸν φύλλωμα Χίος (Ἐγρηγόρ): ᾎσμ. Σὰν πού ᾿ν ᾿ὁ πρῖνος δασωτὸς κιˬ ὁ πεῦκος φουντωμένος, ἔτσ᾿ εἶναι ἡ νύφη κι ὁ γαμπρὸς ἀπὸ μεγάλο γένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/