δαύλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαύλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαύλα ἡ, Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὶ μεγεθ.
Σημασιολογία
1) Δαυλός, ξύλον ἀνημμένον κατὰ τὸ ἕν ἄκρον αὐτοῦ Ἤπ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.): Δαύλα ἀναμμένη Ἤπ. Ἔβγα, γραῖα, μὲ μία δαύλα φωτία καὶ μὲ μία χερέα στάχτη Μάν. Τὰ τσυνηγᾶνε τὰ τσαdόλιˬα μὲ μία δαύλα φωτία (τσαdόλιˬα = καλικάντζαροι) Λεῦκτρ. || ᾎσμ. Σβήν᾿ ἡ δαύλα ᾿ς τὸ νερὸ | σβήν᾿ ἡ ἄφτρα ᾿ς τὸ λαιμὸ (ἐπῳδ. κατὰ τῆς ἄφθας, δηλ. τῆς στοματίτιδος) Μάν. 2) Μεταφ., ἐπὶ γυναικός, ἡ δυστυχής, ἡ καημένη Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐπέθανε ὅ ᾿ρημος κ᾿ ἤφηκε dὰ παιδιˬά d᾿ ἀνέθρεφτα καὶ πῶς θὰ τ᾿ ἀναθρέψῃ ἡ δαύα ἡ γυναῖκα dου; Συνών. δόλιˬα, κακοκομοίρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA