ἀπλικε͜ιάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπλικε͜ιάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπλικε͜ιάζομαι, ἀμbλιτάζ-ζομαι Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀπλικε͜ιά.

Σημασιολογία

Καταφεύγω εἰς τόπον ἀσφαλῆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/