ἁπλοπίνακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοπίνακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπλοπίνακο τό, Κεφαλλ. κ.ἀ. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. (λ. λεϊσμανίασις).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ οὐσ. πινάκι.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ἀγγείου δι᾿ οὗ μετροῦσι τὰ γεννήματα ἐν τῷ ἁλωνίῳ. 2) Μεταφ. ἡ νόσος τοῦ Καλααζὰρ (Νέα Ἡμέρα, 22 Σεπτ. 1913). -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁπλάδα 5. 3) Δυσαρέσκεια, βάρος ἡθικὸν Κεφαλλ.: Μοῦ κάνει ἁπλοπίνακο νὰ dὸ θυμῶμαι-νὰ σὲ βλέπω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/