ἁπλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁπλὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἁπλὸζ Καππ. (Ἀραβάν.) ἁπλιˬὸς Μακεδ. (Καστορ.) ἁπλὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁπλὲ Τσακων. ἁπλὺς Κέρκ. Κεφαλλ. Κρὴτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἁπλός, ὃ ἐκ τοῦ ᾶρχ. ἐπιθ. ἁπλοῦς. Ὅτι ἡ λ. μεσν. μαρτυρεῖ τὸ παρὰ Ζωσίμῳ τῷ ἐπιγραμματοποιῷ ἐν Ἀνθολ. Παλατ. 6, 185, 3 «ἁπλότατον δ᾿ ἁλὶ τοῦτο μιτορραφὲς ἀμφίβληστρον». Καὶ ὁ τύπ. ἁπλὺς ἤδη μεσν., ἐσχηματίσθη δὲ κατὰ τὸ βαθὺς, πλατὺς κττ., πβ. μακρὸς-μακρύς, ἀλαφρὸς-ἀλαφρὺς κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 25 (1913) 292.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ἁπλοῦς, ἀνεπιτήδευτος, εἰλικρινής, ἀφελής, εὔπιστος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἁπλὴ γυναῖκα κοιν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Πολ. 361 Β «ἄνδρα ἁπλοῦν καὶ γενναῖον». Καὶ μεταγν. Διόδωρ. 13, 76, 2 «ἄκακος δὲ καὶ τὴν ψυχὴν ἁπλοῦς». Συνών. σκέττος. β) Κατὰ μετριωτέραν ἔκφρασιν, εὐήθης, ἀνόητος κοιν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ἀρχ. Ἰσοκρ. 2, 46 «ἁπλοῦς ἡγοῦνται τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπλάκωτος 3. 2) Ὁ καθ’ ἑαυτὸν ἢ κατὰ ἕνα τινὰ τρόπον ὑπάρχων, ὁ μὴ σύνθετος, ὁ μὴ ποικίλος ἢ ἐπιτετηδευμένος κοιν.: Ἁπλᾶ λόγια (εἰλικρινὴς ὁμιλία. Πβ. ἀρχ. Πλάτ. Κρατ. 405 C «κατὰ δὲ τὴν μαντικὴν τὸ ἀληθές τε καὶ τὸ ἁπλοῦν (ταὐτὸν γὰρ ἐστιν) καὶ Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 173 «ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη»). Στοιχεῖα ἁπλᾶ (τὰ συνήθη τυπογραφικὰ στοιχεῖα, τὰ ἄλλως καλούμενα Didot). Ἁπλὸ παννὶ (κατ᾽ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ δίμιτο) Ἰκαρ. Ἁπλὲς σεμπρίες (εἶδος μισθώσεως ἀγρῶν ἄνευ συμβολαιογραφικῆς πράξεως) Ζάκ. || Φρ. Ἁπλὸ μία (εἶδος παιγνιδίου δι’ ἐλαστικῆς σφαίρας, καθ' ὃ συλλαμβάνει τις αὐτὴν μετὰ ἕνα, δύο καὶ ἑξῆς μέχρι δεκαπέντε παλμῶν. Διὰ τῆς φρ. ταύτης δηλοῦται ἡ μετὰ ἕνα παλμὸν σύλληψις τῆς σφαίρας κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ διπλό, τριπλὸ κλπ. καὶ τὸ παιγνίδιον αὐτὸ) Ἐλευσ. κ.ἀ. Συνών. σκέττος. β) Ἐπὶ κλωστῆς, σχοινίου κττ., ἁπλοῦς, μόνος, ἄνευ ἑτέρου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κρήτ.: Ἁπλῆ κλωστὴ Φιλιππούπ. Ἁπλὸ σκοινὶ Κρήτ. Συνών. μονός. 3) Ἁπλωτός, ἀβαθὴς Κέρκ. Κεφαλλ.: Ἁπλὺ πιˬάττο Κεφαλλ. Καλάθι ἁπλὺ Κέρκ. || Φρ. Ἁπλὺ στόμα (τὸ ἀνοικτὸν, τὸ αὔθαδες) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 1740 (ἔκδ. JSchmit) «κ᾽ εἶδαν τὸν τόπον ἔμνοστον, ἁπλύν, χαριτωμένον» καὶ 6603 «διὰ τὸ ἔνι ἁπλὺς ὁ τόπος». 4) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ., πρυμνὴσιος κάλως συνδέων ἑκάτερον ἄκρον τῆς κεραίας τοῦ ἱστοῦ μετὰ τῆς πρύμνης ἐν σχήματι τριγώνου, ἡ ὑπέρα Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μύκ. Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. Προπ. (Κύζ) Σάμ. Σύμ.: Νά ᾽ναι φέρμα ἡ--ἁπλῆ Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/