ἁπλόχερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλόχερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπλόχερο τό, Σκῦρ. κ.ἀ. ’πλόχερο Εὔβ. (Κύμ.) κ.ἀ. ἁπλόχιρου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θάσ. Θεσσ. (Τίρναβ.) Κυδων. Μακεδ. (Καταφύγ. Μελέν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Κλών.) ’πλόχιρο Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) ’πλόχιρου Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ. Χουλιαρ.) Θεσσ. Μακεδ. (Πάγγ. κ.ἀ.) ἀπόχιρου Α. Ρουμελ. (Καρ.) ἁπλοχέρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 103 ἁπλουχἐρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ’πλοχέρι Λευκ. ᾿πλοχέρ᾿ Ἤπ. (Τσαμαντ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ἁπλοχέριˬο Πελοπν. (Λακων.) ἁπλοχεριˬὸ Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.) ἁπλόχερος ὁ, ἀμάρτ. ’πλόχερος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ’μπλόχερος Εὔβ. (Ἀνδρων. Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Μέγαρ. ’μπλόχερε Τσακων. ἁπλόχερη ἡ, Πελοπν. (Βυτίν.) bλόχερη Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ οὐσ. χέρι. Ὁ τύπ. ἀπόχιρου κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν προθ. ἀπό. Πβ. παρὰ Δουκ. λ. ἀποχεριˬά, παρ’ ἣν καὶ ἁπλοχεριˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ κοῖλον τῆς ἑτέρας χειρὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. Χουλιαρ.) Λευκ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Ἐπῆρα κἄbοσα μὲ τὸ 'πλοχέρι μου Λευκ. Ἄ’ξι τοὺ ’πλόχιρου Ζαγόρ. Πί’ νιρὸ μὶ τοὺ ’πλόχιρου Χουλιαρ. 2) Ποσότης δυναμένη νὰ περιληφθῇ εἰς τὸ κοῖλον τῆς ἑτέρας χειρὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα ἁπλόχερο φάβας Σκῦρ. Ἕνα ’πλόχερο σ᾽τάρι Κύμ. Ἕνα ’πλόχιρο ἀλεύρ’-ρύζ’ Ζαγόρ. Ἕνα ’πλόχιρου κό’βα Πάγγ. Δό μου ἕναν ’πλόχερο κριθάρι Καλάβρυτ. Νιˬὰ ᾽bλόχερη ἀλεύρι-φακῦη Καρυὰ Κορινθ. Τρίκκ. Ἕνα ’πλόχιρου μακιδουνήσ’ Ζαγόρ. Ἕνα ’πλοχέρι ἀλεύρι Λευκ. || Φρ. Κὶ τ᾿ χρόν’ ’πλόχιρα (κατὰ παρῳδίαν ἀντὶ τοῦ: κὶ τ᾿ χρόν’ πλεˬότιρα. Εὐχὴ λεγομένη ὅταν τις λαμβάνῃ μικρὰν δωρεὰν ἐκ συγκομιζομένων καρπῶν) Σάμ. Συνών. ἁπλοχερεˬὰ 1, ἁπλοχερίτσα. β) Μικρὰ ποσότης, ἐλάχιστόν τι ΑΒαλαωρ. ἔνθ' ἀν.: Ποίημ. Σοῦ φώναξαν, σοῦ γύρεψαν, παιδί μου, ἐλεηˬμοσύνη ἕν᾿ ἁπλοχέρι ἄχερο νὰ στρώσουν γιˬὰ κρεββάτι. 3) ΙΙοσὸν περιλαμβανόμενον εἰς τὸ κοῖλον ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ.) Ἤπ. (Ζαγορ.) Μὄδωκι ἕνα ’πλόχιρου καρύδια Ζαγόρ. Ὦσέ μου ἕνα ’μπλόχερο καλαμπότσι νὰ ρίξου τοῦν gόττουνε Ἀνδρων. Συνών. ἁπλοχεριὰ 1β. 4) Ἐλευθεριότης Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. ἀνοιχτοχεριˬά, ἁπλοχεριˬὰ 1, χουβαρdοσύνη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/