ἀπλύμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλύμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλύμιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπλύμιγος Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλυμιστὸς<πλυμίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ταγισθεὶς μὲ πλυμίν, μὲ βρασμένην ὑδαρῆ τροφήν, ἐπὶ τῆς ἀρτιτόκου ἀγελάδος: Ἐφέκεν ἀπλύμιγον τὸ χτῆνον δύο ἡμέρας. Πβ. ἀτάγιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA