ἅπλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅπλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Συχνότητα

Τυπολογία

ἅπλωμα τό, κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.) ἅπλωμαν Πόντ.(Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἅπλουμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἅπλωμα.

Σημασιολογία

1) Πᾶν ὅ,τι ἁπλώνεται, ὅ,τι διατίθεται κατ’ ἔκτασιν, ἐπὶ ὑφάσματος Θήρ.: Ἁπλώματα, χράμιˬα, κιλίμιˬα, χαλιˬὰ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Πασχάλ. 1, 544, 19 (ἔκδ. Βόννης) «διάλιθα χρυσοϋφῆ ἁπλώματα τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου». 2) Ἡ κατ᾽ ἔκτασιν διάθεσις, ἐξάπλωσις, ἀνάπτυξις, οἷον πρὸς ἡλιασμὸν ἢ στέγνωσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ ἅπλωμα τῆς πετσέττας-τῶν ρούχων-τῶν σεντονιˬῶν-τῆς σταφίδας-τοῦ χαλιˬοῦ κττ. κοιν. Τὰ δικά σου τὰ ἁπλώματα δὲ μ’ ἀρέσουνε Θήρ. Βιάζομαι, γιατ᾿ ἔχω ἅπλωμα Πελοπν. Χίος Ἐτόλωσα τ᾽ ἅπλωμαν τῆ λωματίων-τῆ πουλγουρί’ κττ. (ἐτελείωσα τὸ ἅπλωμα τῶν ρούχων-τοῦ πλιγουριοῦ) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἁπλωμός, ἁπλώσιμον. β) Ἐπὶ τῆς τυροκομίας, νόσος τοῦ τυροῦ, καθ’ ἣν οὗτος ἀποβάλλει τὴν συνεκτικότητά του καὶ οὕτω ἁπλώνεται ΝΖυγούρ. Τυρὸς Ἀγράφ. 65. γ) Ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ νὰ ἐκτείνῃ τις τοὺς πόδας του σύνηθ.: Γιˬὰ δὲς ἅπλωμα ποδιˬῶν! σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἔμορφον ἔρται με τ᾿ ἅπλωμα ’ς τὸ ταΐρ’ (μοῦ ἀρέσκει τὸ ξάπλωμα ’ς τὴν χλόην) Κοτύωρ. || Παροιμ. Κατὰ τὸ πάπλωμα καὶ τὸ ἅπλωμα (ὅτι ἀναλόγως τῶν δυνάμεών μας πρέπει νὰ ἐκτείνωμεν τὰς ἐργασίας μας) Πελοπν. (Λάστ) κ.ἀ. Συνών. ξάπλωμα, ξαπλωταρε͜ιό. 3) Ἔκτασις, εὐρυχωρία Πελοπν. (Λάκων.) Νὰ ἅπλωμα! Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἅπλα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/