ἁπλωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλωσιˬὰ ἡ Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πελοπν. (Μεσσ. Ὀλυμπ. Πύλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄπλωσι.
Σημασιολογία
1) Ἀνάπτυξις, ἐκτύλιξις τοῦ ὑφαινομένου στήμονος ἐκ τοῦ ὀπισθίου ἀντίου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 2) Τὸ νὰ κατάκειταί τις ἀνέτως, ἐξάπλωμα Ἀθῆν.: Μωρέ, ἁπλωσιˬὰ ποῦ τὴν ἔχει ὁ ἀκαμάτης! 3) Τόπος εὐρύς, ἐκτεταμένος Πελοπν. (Μεσσ. Ὀλυμπ. Πύλ.): Ἐδῶ εἶναι ἀπλωσιˬά, ’λᾶτε νὰ παίξουμε Ὀλυμπ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἅπλα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA