ἁπλώστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλώστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπλώστρα ἡ, Ἄνδρ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Καλαμ. κ.ἀ.) Καππ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτιν. Κυνουρ. Λακων. Μεσσ. Πύλ. Τριφυλ.) Σάμ. Σέριφ. Στερελλ. (Ἀράχ.) ἁπλώστρια Θρᾴκ. (Αἶν. Καλαμ. κ.ἀ.) ἁπλώτρ Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. (Σητ.) Μύκ. Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) Ρόδ. Σάμ. Σύμ. ἁπλώτρια Κάρπ. Νίσυρ. ἁπλώτρ Πόντ. (Ἀμισ.) ἁπλώθρα Μύκ. ἁμπλώχτρα Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τρα -τριˬα.

Σημασιολογία

1) Τόπος φυσικὸς ἢ κατασκεύασμα τεχνητόν, ὅπου ἁπλωνουν, ἤτοι ἐκθέτουν πρὸς ἡλίασιν ἢ στέγνωσιν σῦκα, σταφυλάς, ἄλλους καρπούς, ἐνδύματα κττ. Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Καλαμ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.) Ρόδ. Σάμ. Σέριφ. Στερελλ. (Ἀράχ.): Νὰ κάμῃς ἁπλώτρα ν᾿ ἁπλώσωμε τὴ σταφίδα Σητ. Ν’ ἁπλώσω κ’ ἐγὼ τὰ ροῦχα μου ’ς τὴν ἁπλώτρα σας αὐτόθ. Ἅπλωσα τὰ ροῦχα μου ’ς τὴν ἁπλώστρα Καλαμ. Ἁρίπαξι πάλ’ ἀπ’ τ᾿ς ἁπλώστριις φουρέματα κὶ ν ἔd'σι (ἅρπαξε . . . καὶ τὴν ἔντυσε) Αἶν. Ἁπλώτρα τῆς λάσπης-τοῦ ροδιˬοῦ-τῶ σκαδιˬῶ-τῆς φακῆς (ροδιˬοῦ=ροβιˬοῦ, ρόβης, σκαδιˬῶ=ἰσχαδίων, σύκων) Ρόδ. || ᾎσμ. Ἄνου νὰ πάμεν, Διγενῆ, νὰ πάμεν ’ς τὴν ἁπλώστραν. Ἔτσι σὰν ἐπηγαίνασιν εὑρέθησαν πκιˬασμένοι Κύπρ. Συνών. ἁπλωταρεˬὰ 1, ἁπλωταρεῖος, ἁπλωτάρι, ἁπλωτήρι, λιˬακός, λιˬακωτό, λιˬάστρα. β) Ἐξώστης Θρᾴκ. Συνών. ἁπλωταρεˬὰ 2, μπαλκόνι. γ) Τὸ σχοινίον ἢ ξύλον ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀναρτοῦν τὰ ἐνδύματα πρὸς στέγνωσιν ἢ ἡλίασιν Πόντ. (Ἀμισ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) 2) Τὸ σύνολον τῶν ἐκτεθειμένων πρὸς στέγνωσιν ἢ ἡλίασιν καρπῶν Καππ. (Σινασσ.) Σύμ. Πβ. ἁπλωσεˬὰ 3, ἁπλωταρεˬὰ 1β. 3) Ἐξάρτημα τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, ράβδος χειροπληθὴς ἐξικνουμένη ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὀπισθίου ἀντίου μέχρι τῆς ὑφαντρίας δι᾽ ἧς ἐπιτυγχάνεται ἑκάστοτε ἡ ἅπλωσις, τὸ ξετύλιγμα τοῦ στήμονος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν Κυνουρ. Μεσσ. Πύλ. Συκεˬὰ Κορινθ.): Θὰ σὲ πάρω μὲ τὴν ἁπλώστρα (ἀπειλὴ δαρμοῦ) Μεσσ. Συνών. ἀπλωσεˬὰ 1β, ἁπλωταρεˬὰ 4. 4) Γυνὴ ἁπλώνουσα ἐνδύματα, οἱονεὶ ἔργον τοῦτο ἔχουσα Στερελλ. (Ἀραχ.): Φρ. Ἁπλώστρα ἔγινα σήμιρα (διαρκῶς ἁπλώνω). Συνών. ἁπλωτήρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/