ἀποβαγγελίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβαγγελίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβαγγελίζω ἀμάρτ. ᾽ποβαγγελίζω Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βαγγελίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῶν ἱερέων, τελειώνω τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ εὐαγγελίου: Τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς φερτάρεις τὸν παππᾶ, ἀφοῦ ’ποβαγγελίσῃ (πρόκειται περὶ χρηματικῆς προσφορᾶς τῶν ἐκκλησιαζομένων χριστιανῶν γινομένης τὸ Πάσχα μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ εὐαγγελίου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/