ἀποβαθύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβαθύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβαθύνω Κρήτ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀποβαθένω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βαθύνω.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τι βαθύτερον, ἐκβαθύνω Κρήτ.: Ἄφησ' το σὺ τ’ αὐλάκι κ’ ἐγὼ τ’ ἀποβαθένω. 2) Ἐλαττῶ τὸ βάθος Πόντ. (Χαλδ.) Καὶ ἀμτβ ἀποβάλλω τὸ βάθος μου Πόντ. (Τραπ.): Ἐπεβάθυνεν τὸ ποτάμ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA