ἀποβάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβάλλω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ. Τραπ.) ᾿ποβάλ-λω Κάλυμν. ἀπουβάλλου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ᾿πουβάλλου Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) ἀποβάλνω Ἄνδρ ’ποβέλλου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀποάλ-λω Κάρπ. ἀποάλdω Κάρπ. ᾿ποάλ-λω Κύπρ. ἀποβάνου Τσακων. ἀπουβάνου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποβέρνω Κρήτ. ᾿πηβάλλω Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Μέσ. ἀποβάλλομαι Εὔβ. (Κάρυστ. Πλαταν.) κ.ἀ. ἀποβάλνομαι Πάρ. ἀποβάλνουμαι Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) ἀποβέρνουμαι Χίος (Καρδάμ.) ἀπουβέρνουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. ἀπουβέρνουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿πηβέρνομαι Κρήτ. (Σέλιν.) ᾿πηρβένομαι Κρήτ. (Πρασ.) ᾽bηρbένομαι Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ.) Μετοχ. ᾽bηρbαμένη Κρήτ. (Σφακ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποβάλλω. Οἱ εἰς - νω τύπ. καθὼς καὶ στέλλω-στέλνω, φέρω-φέρνω κττ. Ἡ ἀρκτικὴ συλλαβὴ τοῦ θέματος βα- ἐτράπη εἰς βε- ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπέβαλα κατὰ τὸ σχῆμα γδέρω-ἔγδαρα, ζεσταίνω-ἐζέστανα. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 278 κἑξ. Οἱ εἰς –ρνω τύπ. κατὰ φωνητικὴν τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ καθὰ στέλνω-στέρνω. Ἡ τροπὴ τῆς προθ. ἀπο- εἰς ἀπη- ἐκ τῆς αὐξήσεως, καθὰ ἀπολογοῦμαι-ἀπηλογοῦμαι. Ὁ τύπ. ᾽πηρβένομαι κατὰ μετάθεσιν τοῦ ρ ἀντὶ πηβέρνομαι. Εἰς τὸν τύπ. bηρbένομαι τὸ ἔνρινον τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς διὰ τὴν πρόθ. ἀbὸ ἀντὶ ἀπό, τὸ δὲ τῆς ἑπομένης συλλαβῆς κατ᾽ ἀφομοίωσιν.
Σημασιολογία
1) Ἀποπέμπω, ἀποδιώκω, ἀπομακρῦνω λόγ. κοιν.: Τὸν ἀπέβαλαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Κάθε χρόνο ἀποβάλλεται γιὰ τοὶς ἀταξίες του κοιν. Μοῦ βρῆκε κάτι πατήματα καὶ μὲ ἀπόβαλε Νάξ. β) Ἐπὶ ὑφασμάτων, ἀποβάλλω τὸ χρῶμα Πόντ. (Σαράχ. Τραπ.): Ἀοῦτο ἡ πασ-μὰ ἐπέβαλεν (αὐτὸ τὸ τσίτι ξεθώριασε) Τραπ. Συνών. ξεθωριˬάζω. γ) Ἀποτρίβομαι, παλαιοῦμαι Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.): 'Πήβαλε τὸ φόρεμα σ᾿. δ) Ἐκβάλλω, ἐκχύνω, ἀπολύω Κύπρ.: Ἀπ-πήδησεν τῆς γαδάρας κ᾿ ἐπόαλεν (δηλ. τὸ σπέρμα του). Κοντεύgει ν᾽ ἀποάλῃ τὸ λουβὶν τὸ σιτάρι (ἕνεκα τῆς πολλῆς ὡριμάσεως καὶ ἀποξηράνσεως). 2) Ἐπὶ τῶν κυνῶν, παρορμῶ, ἐρεθίζω κατά τινος Κάρπ.: Ν’ ἀποάλω τὸ σκύλdο! || ᾎσμ. Πάλ’ ἀποάλ-λει τὰ σκυλ-λιˬὰ νὰ ξαναλαουν-νέψου ᾽ς τοὶς ἄκρες, ’ς τὰ ριζόουνα, ’ς τὰ σκοινοματουρίιˬα (νεαροὶ βλαστοὶ σχοίνου). Πβ. ἀγγρίζω 1, ἀναγκρίζω Α1. 3) Βάλλω, τοποθετῶ τι εἴς τινα τόπον ἐντελῶς, ἐξ ὁλοκλήρου Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Τραπ.) Χίος: Ν’ ἀποβάλῃς τὸ ἀλεύρι καὶ νὰ μὴν ἀφήκῃς τίποτε ᾿ς τὸ σακκούλλι Χίος Ἅμα d’ ἀποβάλω τὰ ροῦχα ᾿ς τὸ σεντούκι, θὰ κατέβω Ἀπύρανθ. || Παροιμ. Ἔβαλεν κ᾿ ἐπέβαλεν κ᾿ ἐπῆρεν κιˬ ἀσ’ σὸ κεῦος (ἔβαλε καὶ παράβαλε. Ὅτι πολλὰ συνεκόμισε καὶ ἑπομένως δύναται νὰ λαμβάνῃ ἐλευθέρως. Ἐπὶ πρεσβύτου εἰς ὃν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ διάγῃ κατὰ βούλησιν) Πόντ. (Τραπ.) 4) Συμπληρῶ τι ἐλλεῖπον, ἀπογεμίζω Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἀπουβάνου καλαμπόκ’ νὰ γιˬουμίσ’ τοὺ σακκί. Δὲν τ’ ἀπουβά’ς τόσου κρασὶ ἀπ᾽ λείπ’ ἀπ’ τοὺ βαρέ’ νὰ γιˬουμίσ’; β) Καθόλου, συμπληρῶ γεωργικὴν ἢ ἄλλην ἐργασίαν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μᾶς δίασ’ οὑ δεῖνα ἰψὲς κὶ τ᾿ ἀπόβαλὰμι οὕλου τοὺ κατιβατὸ (δίασι=ἐβίασε, ἐξηνάγκασε). 5) Μετὰ κόπου συντελῶ τι, ἀποκάμνω Τσακων.: ᾎσμ. Οὐαί, τσί τύχη πομπευτά, κίκραν νὰ σὶ γευθοῦμε, ὅσα ἀποαλήκαμε νὰ σὶ ὑστερηθοῦμε (οὐαί, τί τύχη πομπεμένη, πίκρες νὰ τὰ γευθοῦμε, | εἰς ὅσα ἀπεκάμαμεν ἀγωνιζόμενοι νὰ τὰ στερηθῶμεν). 6) Ἐνεργ. καὶ μέσ. πάσχω ἀποβολήν, ἔκτρωσιν, ὠμοτοκῶ, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, σπανίως ἐπὶ ζῴων, περὶ ὦν λέγεται ἀπορρίχνω, κοιν. καὶ Τσακων.: Ἡ δεῖνα - ἡ γυναῖκα τοῦ δεῖνα ἀπόβαλε κοιν. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ὅλ’ ἀποβέρνει Κρήτ.| Ἀπουβάλθ’κι αὐτὴ ἡ ᾽ναῖκα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀποβάρθηκενε ἡ γυναῖκα μου Κρήτ. Ξ’πάζιτι ἡ ’ναῖκα, βάν’ τ᾿ς φουνὲς κι ἀπουβέρνιτι Αἶν. Ἐποβάρτηκεν ᾽ς τὸ δρόμο Χίος Ἦdαν ἀgαστρουμέν᾿ τσ᾽ ἀπουβάρτ’τσι Λέσβ. ᾽Πουβάλθ᾿κι δυὸ (ἔπαθε δύο ἀποβολὰς) Θεσσ. ’Πηρβάθηκε ἡ γυναῖκα μου Πρασ. Ἐbηρbάθηνε ἀποὺ τὰ βάσανα καὶ τσοὶ κούρασες ὁποὺ τραυᾷ Ρέθυμν. Ἁ γουναῖκα τοῦ δεῖνα ἀποβαλήτζε Τσακων. ’Πόβαλε ἢ ’ποβάλτη ἡ προβάτα μας Κονίστρ. Ἐπόαλεν ἡ γαδάρα - ἡ φοράδα - ἠ αἴγια Κύπρ. Ἀπουβάλτσ' ἡ κατσίκα Λέσβ. Μετοχ. ’bηρbαμένη=ἡ ἀποβαλοῦσα Κρήτ. (Σφακ.): Δυˬὸ φορὲς εἷναι ᾽bηρbαμένη. Καὶ μετ’ ἀντικ. Κρήτ. || ᾎσμ. Εἶχα καρδιˬὰ λεοdαριˬοῦ, μὰ ράησε γιˬὰ σένα, ποῦ νἀ ᾿θελα σ᾽ ἀποβαρθῆ ἡ μάννα ποῦ σ’ ἐγέννα. Συνών. ἀποβαλώνομαι, *ἀποβολεύομαι, ἄπορρίχνω, ρίχνω. 7) Μεταβιβαστ. κάμνω τινὰ νὰ ἀποβάλῃ, νὰ πάθῃ ἔκτρωσιν Θρᾴκ. Λέσβ.: Μὲ χτύπ’σε καὶ μ᾿ ἀπόβαλε Θρᾴκ. Ἀπόβαρι τ᾿ ᾿ναῖκα μ’ Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA